- ὀνειδιστής
- ὀνειδιστήςone who reproaches withmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονειδιστής — ὀνειδιστής, ὁ (Α) [ονειδίζω] αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι … Dictionary of Greek
ὀνειδιστήν — ὀνειδιστής one who reproaches with masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστάς — ὀνειδιστά̱ς , ὀνειδιστής one who reproaches with masc acc pl ὀνειδιστά̱ς , ὀνειδιστής one who reproaches with masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειδιστικός — ή, ό (Α ὀνειδιστικός, ἡ, όν) [ονειδιστής] προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός. επίρρ... ονειδιστικώς και ά (Α ὀνειδιστικῶς) με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς … Dictionary of Greek
ὀνειδιστέα — ὀνειδιστέος neut nom/voc/acc pl ὀνειδιστής one who reproaches with masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)